- σωφρόνων
- σώφρωνof sound mindgen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σωφρονῶν — σωφρονέω to be sound of mind pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σωφρόνων — Σώφρων of sound mind masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσημα — μίσημα, τὸ (Α) [μισώ] (για πρόσ.) αντικείμενο μίσους (α. «μίσημα πᾱσιν», Ευρ. β. «σωφρόνων μισήματα», Ευρ.) … Dictionary of Greek
ονειροπολώ — (Α ὀνειροπολῶ, έω) [ονειροπόλος] 1. απομακρύνομαι νοερά από την πραγματικότητα και περιπλανώμαι στους κόσμους τού ονείρου και τής φαντασίας, πλάθω όνειρα ενώ είμαι ξύπνιος, αναπολώ κάτι ευχάριστο που συνέβη στο παρελθόν ή πλέκω φανταστικές και… … Dictionary of Greek
Γκουιτσιαρντίνι, Φραντσέσκο — (Francesco Guicciardιni, Φλωρεντία 1483 – 1540). Ιταλός πολιτικός, διανοούμενος και ιστορικός. Προικισμένος νομομαθής, ανέλαβε υψηλά αξιώματα στη Φλωρεντία και στη Μοντένα, διηύθυνε την εξωτερική πολιτική της Αγίας Έδρας, προσέφερε τις υπηρεσίες… … Dictionary of Greek